παραλληλόγραμμος

παραλληλόγραμμος
-η, -ο / παραλληλόγραμμος, -ον ΝΑ
1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες
2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο
μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες
νεοελλ.
1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου»
μαθημ. αρχή σύμφωνα με την οπόα το άθροισμα δύο διανυσμάτων, παριστάνεται γεωμετρικά από την διαγώνιο τού παραλληλογράμμου που έχει συνεχόμενες πλευρές του τα παραπάνω διανύσματα
β) «ταυτότητα παραλληλογράμμου»
μαθημ. σε ένα παραλληλόγραμμο το άθροισμα τών τετραγώνων τών μηκών τών διαγωνίων του ισούται με το διπλάσιο τού αθροίσματος τών τετραγώνων τών μηκών τών πλευρών του
γ) «παραλληλόγραμμο τού Βατ» ή «αρθρωτό παραλληλόγραμμο»
(μηχαν.) παραλληλόγραμμο που σχηματίζεται από ράβδους συνδεδεμένες με αρθρώσεις
δ) «κανόνας παραλληλογράμμου»
φυσ. κανόνας, με την βοήθεια τού οποίου είναι δυνατός ο προσδιορισμός τού διανύσματος που αντιπροσωπεύει τη συνισταμένη δύο δυνάμεων και σύμφωνα με τον οποίο η συνισταμένη δύναμη παριστάνεται από την διαγώνιο του παραλληλογράμμου που έχει ως διαδοχικές πλευρές τα δύο διανύσμτα που πεγράφουν τις δύο δυνάμεις
ε) «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο»
μαθημ. παραλληλόγραμμο το οποίο έχει τις γωνίες του ορθές
2. το ουδ. ως ουσ. α) όργανο κατάλληλο για τη χάραξη παράλληλων ευθειών
β) όργανο σχεδιασμού το οποίο αποτελείται από δύο παράλληλους κανόνες, χάρακες
γ) ο παραλληλιστής.
επίρρ...
παραλληλογράμμως Α
σε σχήμα παραλληλογράμμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -γραμμος (< γραμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλληλόγραμμος — bounded by parallel lines masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλόγραμμος — η, ο αυτός που έχει πλευρές ή γραμμές παράλληλες: Σχήμα παραλληλόγραμμο, διάταξη παραλληλόγραμμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλληλογράμμως — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines adverbial παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλόγραμμον — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem acc sg παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλογράμμοις — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλογράμμου — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλογράμμων — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλογράμμῳ — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλόγραμμα — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλόγραμμοι — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”